- αλείφης
- ο [αλείφω]ο επιρρεπής στο να πασσαλείφεται, να καταλερώνεται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλείφῃς — ἀλείφω anoint the skin with oil pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
νεηλιφής — νεηλιφής, ές (Α) αυτός που αλείφθηκε πρόσφατα («νεηλιφεῑς οἰκίαι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ηλιφής (< αλιφ , μηδενισμένη βαθμίδα τού ἀλείφω), πρβλ. μιλτ ηλιφής. Το η τού τ. (αντί αλειφής) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής… … Dictionary of Greek